-
1 εὐχερής
εὐχερ-ής, ές,A tolerant of or indifferent to evil, unpleasantness or inaccuracy, not squeamish, ;οὐδενὸς γὰρ πώποτε ἀπέβαλεν ὀσπρίου λέπος· οὕτως ἐκεῖνός ἐστιν εὐ. ἀνήρ Alex. 266.8
, cf. Aristopho 12.5, S.Ph. 519, 875; of lizardeaters,λίαν εὐχερεῖς Menesth.
ap. Orib.2.68.13; εὐ.βίος of the swineherd, Pl.Plt. 266d; τὸ εὐ. τῶν ὀνομάτων the loose use of names, Id.Tht. 184c. Adv. -ρῶς, φέρειν τὴν ὠχρότητα, i.e. gloss it over, Id.R. 474e, cf. Tht. 154b;εὐ. ἔχειν πρὸς τὴν ἀνθρωποφαγίαν Arist. Pol. 1338b21
; -: [comp] Comp. - έστερον, πρὸς πᾶν βρῶμα ἔχειν X.Lac.2.5
; ἄλλο μικρῷ μεῖζον -έστερον κινοῦσιν more readily, with fewer qualms, Arist. Pol. 1307b5, cf. Din. 1.55.2 unscrupulous, reckless, D.21.103, Arist. Metaph. 1025a2. Adv. - ρῶς heedlessly, recklessly,ὦ λέγων εὐχερῶς ὅτι ἂν βουληθῇς D.18.70
, cf. 264.II indifferent to danger or suffering, cool, unconcerned, unflinching, τῆς πολεμικῆς χρείας τῆς κατ' ἄνδρα.. εὐχερεῖς καὶ πρακτικοί cool and efficient in individual fighting, Plb.4.8.9;εἰς εὐχερῆ τῆς ἀποτέξεως ὑπομονήν Sor.1.46
(cf.εὐχέρεια 11
). Adv. - ρῶς καὶ εὐκόλως ἐξέπιεν drank the hemlock coolly and good-humouredly, Pl.Phd. 117c.III easy, εὐχερές ἐστι c. inf., Batr.62;τὰ λαχανευόμενα μεταφυτεύεται πρὸς εὐχερῆ τελείωσιν Sor.1.87
: [comp] Comp., ib. 108. Adv. -ρῶς, νόσου γινομένης εὐχερῶς ἀποξύνεται τὸ γάλα Id.1.115
, cf. PLond.2.401.24 (ii B.C.): [comp] Sup. - έστατα, τρέπονται (sc. εἰς φυγήν) D.S.31.38.2 σπασμοὶ εὐχερέες, i.e. not dangerous, Hp. Prorrh.1.119 (cf. Gal.16.773); cf.εὐήθης 1.3
.3 c. dat., suitable, adapted, θάλασσα.. μεγάλαις ναυσὶν οὐκ εὐ. App.BC2.84.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐχερής
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский